Σε προηγούμενο φύλο, μιλήσαμε για τις Δημοτικές Εκλογές του 1934 και το πρώτο Κοινοτικό Συμβούλιο που προέκυψε από αυτές. Σήμερα, θα ασχοληθούμε με τα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι πρώτοι Δημοτικοί «άρχοντες», τη δράση αλλά και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι αποφάσεις τους στην Τοπική Κοινωνία. Καθώς αναφερόμαστε σε γεγονότα που έγιναν 70 χρόνια πριν, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας κάποια βασικά πράγματα που θα μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε σωστά και αντικειμενικά τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.
1. Η φιλοσοφία της δημιουργίας του οικισμού Αγίου Σάββα.
Τόσο η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) όσο και το Υπουργείο Προνοίας που μετά την διάλυσή της (1930) ανέλαβε να συνεχίσει το έργο της στέγασης των προσφύγων, είχαν σαν πάγια αρχή είτε να φτιάχνουν οικισμούς μέσα σε ήδη υπάρχουσες βιομηχανικές περιοχές (π.χ Δραπετσώνα, Ελευσίνα κ.λ.π) είτε να ενθαρρύνουν την εγκατάσταση βιομηχανιών μέσα ή κοντά σε προσφυγικούς οικισμούς ώστε να εξασφαλίζουν στους κατοίκους εκτός από την κατοικία και την εργασία. Αυτή η πολιτική προσδιόρισε την τύχη της κοινότητας Αγίου Σάββα που απ’ την αρχή σχεδιάστηκε για να γίνει εργατούπολη, όπως το Περιστέρι, η Δραπετσώνα, η Νίκαια και οι άλλες «φτωχές συνοικίες» της πρωτεύουσας. Σαν «εργατούπολη» το Αιγάλεω, δεν μπορούσε να περιμένει και να ελπίζει σε καλύτερες μέρες καθώς οι κάτοικοί του, όπως και όλοι οι Έλληνες πολίτες που κατοικούσαν «πέρα απ’ το ποτάμι» αντιμετωπίζονταν από το επίσημο κράτος σαν πολίτες Β΄ κατηγορίας. Ενδεικτικό της «στοργής» του κράτους είναι ότι δημιούργησαν έναν οικισμό στα όρια του οποίου υπήρχε μια βαριά βιομηχανία (Πυριτυδοποιείο) η ύπαρξη της οποίας εγκυμονούσε ανυπολόγιστους κινδύνους για την ζωή των κατοίκων (πόσοι αλήθεια άφησαν την ζωή τους πίσω από τις ψηλές μάντρες;), ένα νοσοκομείο για λοιμώδη νοσήματα (Λοιμωδών) που ήταν για την Αθήνα ότι ο Καιάδας για την αρχαία Σπάρτη, και το Δρομοκαίτειο Ψυχιατρείο μια ακόμα «αποθήκη ψυχών». Είτε μας αρέσει είτε όχι, εμείς οι Αιγαλεώτες, κληθήκαμε να οικοδομήσουμε το μέλλον μας, πάνω στις «πέτρες και τα χώματα» χωρίς φροντίδα και χωρίς κατάλληλες συνθήκες.
2. Το πολιτικό πλαίσιο. Η εποχή 1922-1940 είναι ίσως η πιο ταραγμένη εποχή της νεότερης ιστορίας μας. Τα στρατιωτικά κινήματα ξεσπούσαν όπως οι φθινοπωρινές καταιγίδες {12/9/1922 Πλαστήρας-Γονατάς, 20/8/1924 Κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό, 25/6/1925 Κίνημα Θεόδωρου Πάγκαλου, 21/8/1926 Κίνημα Γ. Κονδύλη που σχηματίζει Κυβέρνηση, 1/3/11935 Βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα 29/3/1935, 4/8/1936 ο Μεταξάς καταλύει τον κοινοβουλευτισμό- Δικτατορία) . Το πολίτευμα αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Βασιλιάς έρχεται και φεύγει και οι κυβερνήσεις έχουν ημερομηνία λήξεως που δεν ξεπερνά τον 1 και στην καλύτερη περίπτωση τα 2 χρόνια. Αποτέλεσμα της αστάθειας είναι η οξύτατη οικονομική κρίση που μαστίζει τον λαό και οι διώξεις που εξαπολύονται απέναντι σε κείνους που κρίνονταν «επικίνδυνοι» για το εκάστοτε καθεστώς.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κλήθηκαν να φέρουν σε πέρας το έργο τους οι πρώτοι κοινοτικοί σύμβουλοι. Τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν τεράστια. Για να καταλάβει κανείς την κατάσταση που επικρατούσε στην κοινότητα αρκεί να διαβάσει τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου. Στη συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου του 1937 ο Πρόεδρος Αθανάσιος Παπαδόπουλος λεει ότι : «…προσέρχονται εις το Κοινοτικόν Κατάστημα άποροι Δημόται ιδίως δε πάσχουσαι γυναίκες μετ’ ανηλίκων τέκνων εκλιπαρούσαι την οικονομικήν ενίσχυσιν της κοινότητος προς προμήθειαν των απαραιτήτων προς συντήρησίν των μιας ή δυό ημέρας. Η δυστυχία των υπάρξεων τούτων είναι τοιαύτη Κύριοι Σύμβουλοι, ώστε η Κοινότης ημών, ήτις μέχρι σήμερον δεν ηδυνήθη να επιτελέση ως έδει τον προορισμόν της λόγω μη υπάρξεως σχετικής πιστώσεως, πρέπει απαραιτήτως να λάβη σοβαράν μέριμναν δια την ανακούφισιν της δυστυχίας των απόρων δημοτών μας, άτινα κατά τον χειμώνα θέλει μεγάλως αυξήσει λόγω της λήξεως αρκετών εργασιών εν οις σήμερον εργάζονται διάφοροι οικογενειάρχαι…» Για την ανακούφιση της δυστυχίας των κατοίκων! Είναι αληθινά συγκλονιστικό ένα πρακτικό του κοινοτικού συμβουλίου με το οποίο εγκρίνεται δαπάνη 35 δραχμών για να μεταφερθεί ένα νεκρό κοριτσάκι 12 ετών και να ταφεί. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το μόνο που μπορούσε να κάνει η πρώτη αιρετή δημοτική αρχή, ήταν να προσπαθήσει να εξωραΐσει την κοινότητα, φροντίζοντας για τον ηλεκτροφωτισμό και την καθαριότητα. Κονδύλια από το κράτος δεν υπήρχαν, έτσι κατέφυγε αναγκαστικά σε δύο γνωστά και δοκιμασμένα μέτρα α) στην επιβολή άμεσης αλλά και έμμεσης φορολογίας . Με απόφαση του 1936, κάθε κατοικία ή κατάστημα υποχρεώνονταν να καταβάλλει μια εισφορά προκειμένου η κοινότητα να αντιμετωπίσει τα κοινά προβλήματα, ενώ φορολογούνταν κάθε προϊόν που παραγόταν στο Δήμο, αλλά και σε κάθε διακινούμενο ζώο. Και επειδή πολλοί σημερινοί κάτοικοι που δεν γνωρίζουν την εικόνα που παρουσίαζε ο Δήμος μας τότε θα απορήσουν, θα πρέπει να τους υπενθυμίσουμε ότι, πέρα από τον πρώτο οικισμό υπήρχαν ακόμη απέραντα περιβόλια από τα οποία έβγαιναν άφθονα γεωργικά προϊόντα, ενώ στην σημερινή οδό Παλαιάς Καβάλας, κοντά στο ποτάμι, γινόταν το περίφημο γαϊδουροπάζαρο και αγοραπωλησίες ζώων που έφταναν από τη Θήβα, τα Μέγαρα και άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η επιβολή έμμεσης φορολογίας στα ζώα που πουλιούνταν εκεί εξασφάλιζε κάποιο έσοδο στην φτωχή κοινότητα. Ένας άλλος σημαντικός πόρος για την κοινότητα ήταν η φορολογία που επέβαλλε στα εργοστάσια που βρισκόταν μέσα στα όριά της. Στο συνοικισμό Νέων Κυδωνιών ανήκε η βιομηχανία Σιγάρα, η χαρτοποιία, η αρωματοποιία και βέβαια το Καλυκοποιείο Μποδοσάκη. Β) Στις «δημόσιες σχέσεις». Οι δημοτικοί άρχοντες, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ,αν ήθελαν να ελπίζουν σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των συμπολιτών τους, όφειλαν να τα πάνε καλά με την Κεντρική Εξουσία είτε τους άρεσε είτε δεν τους άρεσε. Δεν είναι καινούργιο ότι ένας Δήμαρχος που συμβαίνει να έχει όραμα για την πόλη του και υψηλές γνωριμίες στα κυβερνητικά κλιμάκια καταφέρνει να αποσπάσει κονδύλια που τον βοηθούν να υλοποιήσει το όραμά του. Οι άλλοι, οι αντίθετοι με την εκάστοτε κυβέρνηση, αναλώνονται σε διαμαρτυρίες και υπομνήματα. Οι πρόσφυγες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Βενιζελικοί, άρα φύση και θέση αντίθετοι στον Μεταξά και στο παλάτι. Αρκετοί από αυτούς, μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, στρατεύτηκαν στην αριστερά και γνώρισαν νέες διώξεις και νέες περιπέτειες. Δεν μπορεί κανείς να μην νοιώσει θαυμασμό για την αυταπάρνηση με την οποία υπερασπίστηκαν τις αρχές και τις ιδέες τους, δεν μπορεί όμως να καταδικάσει αυτούς που τσακισμένοι από τις ανεπάλληλες δοκιμασίες προσαρμόστηκαν υποχρεωτικά στις νέες συνθήκες και προσπάθησαν όπως- όπως να επιβιώσουν πνίγοντας τα προσωπικά τους συναισθήματα. Η διοίκηση της Κοινότητας αποφάσισε να ακολουθήσει την «μέση οδό». Η παρουσία προσφύγων στη σύνθεσή της προκαλούσε την καχυποψία της δικτατορικής Κυβέρνησης Μεταξά που τελικά το 1939 την έπαψε διορίζοντας στη θέση της «δικούς της». Όσο όμως έμεινε εξάντλησε κάθε πρόσφορο μέσο για να αποσπάσει τα απαραίτητα κονδύλια για τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων. Σχεδόν κανείς δεν θυμάται πως για να αντικατασταθεί η γέφυρα στον Κηφισό που είχε κατασκευαστεί μετά την πλημμύρα του 1934 αλλά λόγω των κακοτεχνιών παρουσίαζε προβλήματα χρειάστηκε να επισκεφτεί αντιπροσωπεία του Διοικητικού Συμβουλίου τον ίδιο τον βασιλέα για να ενδιαφερθεί για το θέμα. Κανείς δεν ξέρει ότι για να απαλλοτριωθεί το κτήμα που έκοβε την οδό Σμύρνης στο ύψος της Μυριοφύτου χρειάστηκε να λειώσουν πολλές σόλες στα αρμόδια Υπουργεία. Για να γίνει επίσης το Δημοτικό Ιατρείο που θεμελιώθηκε από τον Υπουργό Προνοίας χρειάστηκε να «δεξιωθεί» η Κοινοτική Αρχή τον ίδιο τον Υπουργό, στον ειδυλλιακό τότε Σκαραμαγκά. Με πιέσεις ηλεκτροδοτήθηκε και υδροδοτήθηκε υποτυπωδώς η πόλη και όσοι έχουν θητεία στα κοινά γνωρίζουν καλά πόσο εξευτελιστικές είναι αυτές οι πιέσεις και γι αυτόν που τις κάνει και γι αυτόν που τις δέχεται. Στις 25 Ιουλίου 1937 με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ο Ιωάννης Μεταξάς ανακηρύσσεται επίτιμος Δημότης του Αιγάλεω. Η απόφαση αυτή που μόνο αυτοί που την πήραν ξέρουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υποχρεώθηκαν να την πάρουν, είχε σαν αποτέλεσμα ένα χρόνο αργότερα, ο Ιωάννης Μεταξάς να επισκεφθεί το Αιγάλεω και να θεμελιώσει την «1η Στέγης Φαλαγγίτου» του Παλαιού Δημαρχείου και σήμερα Πνευματικού Κέντρου «ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ» στο οποίο γινόταν η διανομή συσσιτίου σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Στην φωτογραφία, βλέπει κανείς τους νέους που υποχρεωτικά γράφονταν στην Ε.Ο.Ν γιατί αν δεν είχαν το χαρτί του μέλους ούτε σε δουλειά ούτε σε σπουδές μπορούσαν να ελπίζουν να χαιρετούν φασιστικά τον δικτάτορα. Πολλοί από αυτούς ζουν σήμερα και είναι άνθρωποι διακεκριμένοι στη μικρή μας κοινωνία. Είναι κρίμα και άδικο να ρίχνει κανείς ευθύνες σε αυτούς τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο τιμόνι αυτής της κοινότητας σε δύσκολες για τον τόπο στιγμές και να τους αποκαλεί συνεργάτες του δικτάτορα μόνο και μόνο γιατί προσπάθησαν να κάνουν το καθήκον τους και να επιβιώσουν. Ακόμα περισσότερο άδικο είναι να έχουν περάσει 70 χρόνια και να μην υπάρχει μια σύντομη αναφορά σε κάποια πλάκα, σε κείνους που με αυτοθυσία έκαναν το Αιγάλεω πόλη.